μπουνταλάς

μπουνταλάς
ο, θηλ. μπουνταλού
1. ανόητος, κουτός
2. χοντρός
3. αδέξιος
4. νωθρός, οκνηρός
5. αγαθούλης, αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. budala].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπουνταλάς — ο θηλ. ού (λ. τουρκ.), ο κουτός, ο αφελής: Πάλι έχασε το δρόμο ο μπουνταλάς! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμανταλάς — ο άνθρωπος ψηλός και άχαρος, συνήθως περιορισμένης αντίληψης. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < *κρεμανταρ άς, με ανομοίωση τού ρ σε λ , με πιθ. επίδραση τού μπουνταλάς] …   Dictionary of Greek

  • μπουνταλοσύνη — η [μπουνταλάς] νωθρότητα ή αδεξιότητα …   Dictionary of Greek

  • σασκίνης — ο, Ν 1. ανόητος, χαζός, μπουνταλάς 2. (σχετικά με εργασία) ανίκανος, αδέξιος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şaşkin] …   Dictionary of Greek

  • budala — BUDALÁ s.m. sg. (Turcism înv.) Om prost, nătărău. – Din tc. budala. Trimis de valeriu, 21.03.2003. Sursa: DEX 98  BUDALÁ adj., s. v. bleg, nătăfleţ, nătărău, nătâng, neghiob, nerod, netot, prost, prostănac, stupid, tont, tontălău. Trimis de… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”